κούφιος

κούφιος
-α, -ο
1. αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, άδειος
2. (για καρπούς, δόντια, ξύλα κ.λπ.) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο καρύδι» β. «κούφιο δόντι»)
3. (για ήχο) υπόκωφος
4. μτφ. αυτός που δεν έχει ουσία, επιφανειακός (α. «κούφια λόγια» β. «κούφιο άτομο»)
5. φρ. α) «κούφια η ώρα» — για εξορκισμό προς αποφυγή δυσάρεστης κατάστασης
β. «τού βγήκαν κούφια» — για κάποιον που απέτυχε στις προσδοκίες του
γ) «στα κούφια» — χωρίς αποτέλεσμα ή χωρίς θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦφος «άδειος εσωτερικά, κενός» + κατάλ. -ιος, κατά τα αρχ. επίθ. σε -ιος (πρβλ. άξ-ιος, γνήσ-ιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κούφιος, -ια, -ιο — επίρρ. ια 1. άδειος, κοίλος. 2. χαλασμένος: Μη μαζεύεις κούφια καρύδια. 3. υπόκωφος: Ακούστηκε μια κούφια ντουφεκιά. 4. κουφιοκέφαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυματοδηγός — Κούφιος μεταλλικός αγωγός, στο εσωτερικό του οποίου διαδίδονται ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκος κύματος της τάξης των διαστάσεων της εγκάρσιας τομής του αγωγού. Γίνεται δηλαδή λόγος για περιορισμό της διάδοσης του κύματος κατά μία ή περισσότερες …   Dictionary of Greek

  • ζούφιος — και ζούφος, ια, ιο και ζουφός, ή, ό και ζοφός, ή, ό 1. ισχνός, ατροφικός, αμέστωτος 2. (για καρπό) κούφιος, αυτός που η ψίχα του είναι κούφια, ισχνή, ατροφική («ζούφια καρύδια») 3. μτφ. για πρόσ. ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ζοφός < αρχ. σομφός… …   Dictionary of Greek

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • άκοιλος — (I) ἄκοιλος, ον (Α) [κοῑλος] αυτός που δεν είναι κοίλος, κούφιος. (II) η, ο [κοιλιά] αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά …   Dictionary of Greek

  • γαυσός — γαυσός, ή, όν και γαῡσος, α, ον (Α) κυρτός, στραβός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαυσός (από ρ. *g∂u/γαυ «κούφιος, στρογγυλός») έχει σχηματισμό ανάλογο προς τα επίθ. σε σός, που αποτελούν λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαισός «στρεβλός», λοξός, φοξός… …   Dictionary of Greek

  • γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • διάκενος — η, ο (AM διάκενος, ον) [κενός] 1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος 2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους 3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν) κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. διάκενο το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο …   Dictionary of Greek

  • διάκοιλος — διάκοιλος, ον (Α) [κοίλος] εντελώς κούφιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”